- σκολύθριον
- τὸ, Α [σκόλυθρον]υποκορ. μικρό έδρανο, κάθισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκολύθριον — stool neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκολύθρια — σκολύθριον stool neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκόλυθρος — ον, Α 1. χαμηλός 2. (για πρόσ.) χαμερπής, ποταπός, τιποτένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχημ. από το σκολύθριον / σκόλυθρον*] … Dictionary of Greek